αγναντερός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(1)
(No difference)

Revision as of 06:31, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. (για τόπο) αυτός από τον οποίο μπορεί κανείς να επισκοπεί τον χώρο
2. ο ορατός από παντού, περίοπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αγνάντια + παραγ. κατάλ. -ερός].