οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
-ή, -ό1. (για τόπο) αυτός από τον οποίο μπορεί κανείς να επισκοπεί τον χώρο2. ο ορατός από παντού, περίοπτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αγνάντια + παραγ. κατάλ. -ερός].