ἐπινήϊος: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui est sur un vaisseau.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ναῦς]].
|btext=ος, ον :<br />qui est sur un vaisseau.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ναῦς]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM ἐπινήιος, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «επινήιο δικαστήριο» — έκτακτο [[ναυτοδικείο]] που εκδικάζει [[πάνω]] στο [[πλοίο]] σοβαρή αξιόποινη [[πράξη]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] στο [[πλοίο]].
}}
}}

Revision as of 06:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινήϊος Medium diacritics: ἐπινήϊος Low diacritics: επινήϊος Capitals: ΕΠΙΝΗΪΟΣ
Transliteration A: epinḗïos Transliteration B: epinēios Transliteration C: epiniios Beta Code: e)pinh/i+os

English (LSJ)

ον,

   A on board ship, AP9.82 (Antip. Thess.).

German (Pape)

[Seite 965] auf dem Schiffe, χοροτυπίη Antip. Th. 51 (IX, 82).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινήϊος: -ον, (ναῦς, νηῦς) ὁ ἐπὶ τοῦ πλοίου, Ἀνθ. Π. 9. 82.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est sur un vaisseau.
Étymologie: ἐπί, ναῦς.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐπινήιος, -ον)
νεοελλ.
φρ. «επινήιο δικαστήριο» — έκτακτο ναυτοδικείο που εκδικάζει πάνω στο πλοίο σοβαρή αξιόποινη πράξη
αρχ.-μσν.
αυτός που βρίσκεται πάνω στο πλοίο.