ἐπίξενος: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
(6_14) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίξενος''': ὁ ἐπὶ ξένης ὤν, [[ξένος]], Κλήμ. Ἀλ. 450. | |lstext='''ἐπίξενος''': ὁ ἐπὶ ξένης ὤν, [[ξένος]], Κλήμ. Ἀλ. 450. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπίξενος]], ὁ (Α) [[ξένος]]<br /><b>1.</b> φιλοξενούμενος από [[άλλη]] [[χώρα]], προσκεκλημένος, [[μουσαφίρης]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[ξένος]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἐπιχθόνιος]]». | |||
}} | }} |
Revision as of 06:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = ἐπιχθόνιος, Hsch. 2. stranger, POxy.480.11 (ii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 966] als Fremder, als Gastfreund hinkommend, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίξενος: ὁ ἐπὶ ξένης ὤν, ξένος, Κλήμ. Ἀλ. 450.
Greek Monolingual
ἐπίξενος, ὁ (Α) ξένος
1. φιλοξενούμενος από άλλη χώρα, προσκεκλημένος, μουσαφίρης
2. (γενικά) ξένος
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιχθόνιος».