εξοδιαστής: Difference between revisions
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
(12) |
(No difference)
|
Revision as of 06:32, 29 September 2017
Greek Monolingual
και ξοδιαστής, ο (Μ ἐξοδιαστής) εξοδιάζω
αυτός που ξοδεύει αλόγιστα, άσωτος
μσν.
οικονομικός αξιωματούχος.