ἐπίρρητος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(Bailly1_2)
(13)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />décrié.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐρῶ]].
|btext=ος, ον :<br />décrié.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐρῶ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπίρρητος]], -ον (Α) [[ρητός]]<br />δυσφημημένος, με [[κακό]] όνομα, [[διαβόητος]] («αἵ γε βαναυσικαὶ καλούμεναι καὶ ἐπίρρητοί εἰσι», <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιρρήτως</i><br />με τρόπο επίρρητο, κακόφημα, διαβόητα.
}}
}}

Revision as of 06:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίρρητος Medium diacritics: ἐπίρρητος Low diacritics: επίρρητος Capitals: ΕΠΙΡΡΗΤΟΣ
Transliteration A: epírrētos Transliteration B: epirrētos Transliteration C: epirritos Beta Code: e)pi/rrhtos

English (LSJ)

ον,

   A exclaimed against, infamous, τέχναι X.Oec.4.2; πλοῦτος Philostr.VA7.23. Adv.-τως Poll.3.139.    II. ἐ. διαιτητής agreed upon, Sch.Patm.D. inBCH1.153.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίρρητος: -ον, δυσφήμιστος, ὡς τὸ ἐπιβόητος, αἱ βαναυσικαὶ καλούμεναι (τέχναι) καὶ ἐπίρρητοί εἰσι, καὶ εἰκότως μέν τοι πάνυ ἀδοξοῦνται Ξεν. Οἰκ. 4, 2· πλοῦτος Φιλόστρ. 303. - Ἐπίρρ. -τως, Πολυδ. Γ΄, 139.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
décrié.
Étymologie: ἐπί, ἐρῶ.

Greek Monolingual

ἐπίρρητος, -ον (Α) ρητός
δυσφημημένος, με κακό όνομα, διαβόητος («αἵ γε βαναυσικαὶ καλούμεναι καὶ ἐπίρρητοί εἰσι», Ξεν.).
επίρρ...
ἐπιρρήτως
με τρόπο επίρρητο, κακόφημα, διαβόητα.