ἐπάγρυπνος: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
(6_18) |
(12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπάγρυπνος''': -ον, ὁ μὴ δυνάμενος ν’ ἀποκοιμηθῇ, [[ἄϋπνος]], Ἀρισταίν. 1. 27. - Ἐπίρρ. -νως, Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 4. 29, 66. | |lstext='''ἐπάγρυπνος''': -ον, ὁ μὴ δυνάμενος ν’ ἀποκοιμηθῇ, [[ἄϋπνος]], Ἀρισταίν. 1. 27. - Ἐπίρρ. -νως, Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 4. 29, 66. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπάγρυπνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί να κοιμηθεί, [[άυπνος]]<br /><b>2.</b> [[ακοίμητος]], [[προσεκτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>έπαγρυπνως</i><br />άγρυπνα, με [[επαγρύπνηση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A wakeful, sleepless, κηδεμονία Mitteis Chr.77.11 (Sup., iv A. D.), cf. Vett. Val.11.16, Aristaenet.1.27.
German (Pape)
[Seite 893] schlaflos, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάγρυπνος: -ον, ὁ μὴ δυνάμενος ν’ ἀποκοιμηθῇ, ἄϋπνος, Ἀρισταίν. 1. 27. - Ἐπίρρ. -νως, Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 4. 29, 66.
Greek Monolingual
ἐπάγρυπνος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν μπορεί να κοιμηθεί, άυπνος
2. ακοίμητος, προσεκτικός.
επίρρ...
έπαγρυπνως
άγρυπνα, με επαγρύπνηση.