ἑτεροπλατής: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
(6_7) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑτεροπλᾰτής''': -ές, ἔχων [[ἄνισον]] [[πλάτος]], Ἀπολλ. Πολιορκ. 26. | |lstext='''ἑτεροπλᾰτής''': -ές, ἔχων [[ἄνισον]] [[πλάτος]], Ἀπολλ. Πολιορκ. 26. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἑτεροπλατής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει άνισο [[πλάτος]] («δύο ξύλα τετράγωνα ἑτεροπλατῆ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλατής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλάτος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>πλατής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A with unequal sides, of beams, Apollod. Poliorc.161.12:
German (Pape)
[Seite 1049] ές, von ungleicher Fläche, Mathem.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτεροπλᾰτής: -ές, ἔχων ἄνισον πλάτος, Ἀπολλ. Πολιορκ. 26.
Greek Monolingual
ἑτεροπλατής, -ές (Α)
αυτός που έχει άνισο πλάτος («δύο ξύλα τετράγωνα ἑτεροπλατῆ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -πλατής (< πλάτος), πρβλ. α-πλατής].