ἑτεροπλατής: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(6_7)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτεροπλᾰτής''': -ές, ἔχων [[ἄνισον]] [[πλάτος]], Ἀπολλ. Πολιορκ. 26.
|lstext='''ἑτεροπλᾰτής''': -ές, ἔχων [[ἄνισον]] [[πλάτος]], Ἀπολλ. Πολιορκ. 26.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑτεροπλατής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει άνισο [[πλάτος]] («δύο ξύλα τετράγωνα ἑτεροπλατῆ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλατής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλάτος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>πλατής</i>].
}}
}}

Revision as of 06:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτεροπλᾰτής Medium diacritics: ἑτεροπλατής Low diacritics: ετεροπλατής Capitals: ΕΤΕΡΟΠΛΑΤΗΣ
Transliteration A: heteroplatḗs Transliteration B: heteroplatēs Transliteration C: eteroplatis Beta Code: e(teroplath/s

English (LSJ)

ές,

   A with unequal sides, of beams, Apollod. Poliorc.161.12:

German (Pape)

[Seite 1049] ές, von ungleicher Fläche, Mathem.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροπλᾰτής: -ές, ἔχων ἄνισον πλάτος, Ἀπολλ. Πολιορκ. 26.

Greek Monolingual

ἑτεροπλατής, -ές (Α)
αυτός που έχει άνισο πλάτος («δύο ξύλα τετράγωνα ἑτεροπλατῆ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -πλατής (< πλάτος), πρβλ. α-πλατής].