ἐριγάστωρ: Difference between revisions
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
(6_19) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐριγάστωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, μεγάλην ἔχων γαστέρα, [[μόσχος]] Νικ. Ἀλεξιφ. 344. | |lstext='''ἐριγάστωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, μεγάλην ἔχων γαστέρα, [[μόσχος]] Νικ. Ἀλεξιφ. 344. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐριγάστωρ]], ὁ (Α)<br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[κοιλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>γάστωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γαστήρ]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ορος, ὁ, ἡ,
A pot-bellied, μόσχοι Nic.Al.344.
German (Pape)
[Seite 1028] ορος, dickbäuchig, Nic. Al. 344.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριγάστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, μεγάλην ἔχων γαστέρα, μόσχος Νικ. Ἀλεξιφ. 344.
Greek Monolingual
ἐριγάστωρ, ὁ (Α)
αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -γάστωρ (< γαστήρ)].