ἐρασιπλόκαμος: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
(SL_1) |
(14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ἐρᾰσιπλόκᾰμος, -ον</b> <br /> <b>1</b> [[with]] [[lovely]] locks Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου (v. Schr., Pyth. comm., ad loc.) (P. 4.136) | |sltr=<b>ἐρᾰσιπλόκᾰμος, -ον</b> <br /> <b>1</b> [[with]] [[lovely]] locks Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου (v. Schr., Pyth. comm., ad loc.) (P. 4.136) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐρασιπλόκαμος]], -ον (Α)<br />αυτή που έχει ωραίες μπούκλες στα μαλλιά, πλοκάμους που σέ κάνουν να τήν ερωτευθείς («Τυροῡς ἐρασιπλοκάμου [[γενεά]]», <b>Πίνδ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A decked with love-locks, Ibyc.9, Pi.P.4.136.
German (Pape)
[Seite 1017] lockenliebend, schönlockig, Τυρώ Pind. P. 4, 136, Κασσάνδρα Ibyc. 15; sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρᾰσιπλόκᾰμος: -ον, ἔχων ἐπεράστους πλοκάμους, Ἴβυκ. 8, Πινδ. Π. 4. 242.
English (Slater)
ἐρᾰσιπλόκᾰμος, -ον
1 with lovely locks Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου (v. Schr., Pyth. comm., ad loc.) (P. 4.136)
Greek Monolingual
ἐρασιπλόκαμος, -ον (Α)
αυτή που έχει ωραίες μπούκλες στα μαλλιά, πλοκάμους που σέ κάνουν να τήν ερωτευθείς («Τυροῡς ἐρασιπλοκάμου γενεά», Πίνδ.).