εὐδιαχώρητος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρεσθαι → determine the future on the basis of the past

Source
(6_18)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐδιαχώρητος''': -ον, ῥᾳδίως διαχωρῶν, Ξενοκρ. 31. - Συγκρ. εὐδιαχωρητότερος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δυσδιαχωρητότερος, Ἀριστ. Προβλ. 31, 8.
|lstext='''εὐδιαχώρητος''': -ον, ῥᾳδίως διαχωρῶν, Ξενοκρ. 31. - Συγκρ. εὐδιαχωρητότερος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δυσδιαχωρητότερος, Ἀριστ. Προβλ. 31, 8.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐδιαχώρητος]], -ον (Α)<br />(για τροφές) [[εύπεπτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>διαχωρητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διαχωρώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>διαχώρητος</i>, <i>δυσ</i>-<i>διαχώρητος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδιαχώρητος Medium diacritics: εὐδιαχώρητος Low diacritics: ευδιαχώρητος Capitals: ΕΥΔΙΑΧΩΡΗΤΟΣ
Transliteration A: eudiachṓrētos Transliteration B: eudiachōrētos Transliteration C: evdiachoritos Beta Code: eu)diaxw/rhtos

English (LSJ)

ον, of food,

   A easy to digest and pass, Xenocr.31, cf. Ruf.Interrog.40: Comp., Arist.Pr.927b22.

German (Pape)

[Seite 1062] leicht durchgehend, leichten Stuhlgang befördernd, Xenocr.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιαχώρητος: -ον, ῥᾳδίως διαχωρῶν, Ξενοκρ. 31. - Συγκρ. εὐδιαχωρητότερος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δυσδιαχωρητότερος, Ἀριστ. Προβλ. 31, 8.

Greek Monolingual

εὐδιαχώρητος, -ον (Α)
(για τροφές) εύπεπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διαχωρητος (< διαχωρώ), πρβλ. α-διαχώρητος, δυσ-διαχώρητος].