ευθύφρων: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(15) |
(No difference)
|
Revision as of 06:34, 29 September 2017
Greek Monolingual
εὐθύφρων, -ον (ΑΜ)
ο ειλικρινής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -φρων < θ. φρεν- του φρην, γεν. φρεν-ός (πρβλ. εύ-φρων, παρά-φρων)].