εὐθυπορία: Difference between revisions
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
(6_9) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐθυπορία''': ἡ, [[εὐθύτης]] πορείας, τὸ κατ’ εὐθεῖαν διεύθυνσιν πορεύεσθαι, Πλάτ. Νόμ. 747Α, Ἀριστ. περὶ Ἀκουσ. 34. ΙΙ. [[εὐθύτης]] πόρων ἐν τοῖς δένδροις, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6, 2. | |lstext='''εὐθυπορία''': ἡ, [[εὐθύτης]] πορείας, τὸ κατ’ εὐθεῖαν διεύθυνσιν πορεύεσθαι, Πλάτ. Νόμ. 747Α, Ἀριστ. περὶ Ἀκουσ. 34. ΙΙ. [[εὐθύτης]] πόρων ἐν τοῖς δένδροις, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6, 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐθυπορία]]) [[ευθύπορος]]<br />η [[πορεία]] σε [[ευθεία]] [[διεύθυνση]]<br /><b>μσν.</b><br />η ενάρετη ζωή<br /><b>αρχ.</b><br />(για ξύλα) η [[ευθύτητα]] στη [[διάταξη]] τών ινών. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A straightness of course, Pl.Lg.747a, Arist.Aud.802a30. II straightness of grain in wood, Thphr.HP5.6.2.
German (Pape)
[Seite 1071] ἡ, das Gehen in gerader Richtung, der gerade Weg, Plat. Legg. V, 747 a; Arist. u. Sp. Beim Holze, das Geradeausgehen der Poren, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθυπορία: ἡ, εὐθύτης πορείας, τὸ κατ’ εὐθεῖαν διεύθυνσιν πορεύεσθαι, Πλάτ. Νόμ. 747Α, Ἀριστ. περὶ Ἀκουσ. 34. ΙΙ. εὐθύτης πόρων ἐν τοῖς δένδροις, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6, 2.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐθυπορία) ευθύπορος
η πορεία σε ευθεία διεύθυνση
μσν.
η ενάρετη ζωή
αρχ.
(για ξύλα) η ευθύτητα στη διάταξη τών ινών.