εὐθυπορία

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθυπορία Medium diacritics: εὐθυπορία Low diacritics: ευθυπορία Capitals: ΕΥΘΥΠΟΡΙΑ
Transliteration A: euthyporía Transliteration B: euthyporia Transliteration C: efthyporia Beta Code: eu)qupori/a

English (LSJ)

ἡ,
A straightness of course, Pl.Lg.747a, Arist.Aud.802a30.
II straightness of grain in wood, Thphr. HP 5.6.2.

German (Pape)

[Seite 1071] ἡ, das Gehen in gerader Richtung, der gerade Weg, Plat. Legg. V, 747 a; Arist. u. Sp. Beim Holze, das Geradeausgehen der Poren, Theophr.

Russian (Dvoretsky)

εὐθῠπορία:прямой путь, прямолинейное движение Plat., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθυπορία: ἡ, εὐθύτης πορείας, τὸ κατ’ εὐθεῖαν διεύθυνσιν πορεύεσθαι, Πλάτ. Νόμ. 747Α, Ἀριστ. περὶ Ἀκουσ. 34. ΙΙ. εὐθύτης πόρων ἐν τοῖς δένδροις, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6, 2.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐθυπορία) ευθύπορος
η πορεία σε ευθεία διεύθυνση
μσν.
η ενάρετη ζωή
αρχ.
(για ξύλα) η ευθύτητα στη διάταξη τών ινών.