εὐκρατῶς: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(6_7) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐκρᾰτῶς''': Ἐπίρρ., στερεῶς, [[ὅταν]] [[ξύλον]] μακρὸν ἢ μέγα μὴ [[εὐκρατῶς]] ἔχῃ τις, [[ὅταν]] δὲν κρατῇ αὐτὸ καλά, Ἀριστ. Προβλ. 3. 26, ὡς εἰ ἐξ ἐπιθ. εὐκρατής. | |lstext='''εὐκρᾰτῶς''': Ἐπίρρ., στερεῶς, [[ὅταν]] [[ξύλον]] μακρὸν ἢ μέγα μὴ [[εὐκρατῶς]] ἔχῃ τις, [[ὅταν]] δὲν κρατῇ αὐτὸ καλά, Ἀριστ. Προβλ. 3. 26, ὡς εἰ ἐξ ἐπιθ. εὐκρατής. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐκρατῶς]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[στερεά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κράτος]] «[[δύναμη]]» ή <span style="color: red;"><</span> <i>αμάρτυρο</i> <i>ευκρατής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv. (Adj. -κρᾰτής is not found)
A firmly, fast, ἔχειν τι Arist.Pr.875a22; cf. δυσκρατής.
German (Pape)
[Seite 1076] ἔχει, Arist. probl. 3, 26, adv. von dem nicht vorkommenden εὐκρατής, festhaltend, se st.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκρᾰτῶς: Ἐπίρρ., στερεῶς, ὅταν ξύλον μακρὸν ἢ μέγα μὴ εὐκρατῶς ἔχῃ τις, ὅταν δὲν κρατῇ αὐτὸ καλά, Ἀριστ. Προβλ. 3. 26, ὡς εἰ ἐξ ἐπιθ. εὐκρατής.
Greek Monolingual
εὐκρατῶς (Α)
επίρρ. στερεά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κράτος «δύναμη» ή < αμάρτυρο ευκρατής].