εὔκαυστος: Difference between revisions
From LSJ
εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want
(6_16) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔκαυστος''': -ον, εὐκόλως καιόμενος, [[εὔφλεκτος]], Θεοφρ. π. Πυρός 72, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Είρ. 1134: - [[εὔκαυστος]] παρὰ Φωτ. ἐν λ. πισσοκώνη. | |lstext='''εὔκαυστος''': -ον, εὐκόλως καιόμενος, [[εὔφλεκτος]], Θεοφρ. π. Πυρός 72, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Είρ. 1134: - [[εὔκαυστος]] παρὰ Φωτ. ἐν λ. πισσοκώνη. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔκαυστος]], -ον και [[εὔκαυτος]], -ον)<br />αυτός που καίγεται ή αναφλέγεται εύκολα, ο [[εύφλεκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[καυστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[καίω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A easily burning, Thphr.Ign.72 (Comp.), Sch.Ar. Pax1134 (Sup., εὐκαστοτα cod.): εὔκαυτος, Phot.
A s.v. πισσοκωνήτῳ πυρί.
German (Pape)
[Seite 1074] = Folgdm, E. M. u. Schol.
Greek (Liddell-Scott)
εὔκαυστος: -ον, εὐκόλως καιόμενος, εὔφλεκτος, Θεοφρ. π. Πυρός 72, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Είρ. 1134: - εὔκαυστος παρὰ Φωτ. ἐν λ. πισσοκώνη.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔκαυστος, -ον και εὔκαυτος, -ον)
αυτός που καίγεται ή αναφλέγεται εύκολα, ο εύφλεκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καυστός (< καίω)].