αινιγματικός: Difference between revisions
From LSJ
(1) |
(No difference)
|
Revision as of 06:34, 29 September 2017
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ αἰνιγματικός)
όμοιος με αίνιγμα, ασαφής, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἴνιγμα.
ΠΑΡ. νεοελλ. αινιγματικότητα].