Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀκαπήλευτος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
(big3_2)
(2)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[sin engaño]], [[sin fraude]] Cyr.Al.M.70.53A, Sud.<br /><b class="num">•</b>de pers. [[sincero]] Synes.<i>Ep</i>.49.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[desinteresadamente]] Basil.M.31.985A.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[sin engaño]], [[sin fraude]] Cyr.Al.M.70.53A, Sud.<br /><b class="num">•</b>de pers. [[sincero]] Synes.<i>Ep</i>.49.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[desinteresadamente]] Basil.M.31.985A.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαπήλευτος]], -ον) [[καπηλεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει γίνει [[αντικείμενο]] εκμετάλλευσης, που δεν τον έχουν καπηλευθεί ανέντιμα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> απαλλαγμένος από [[αισχροκέρδεια]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν καπηλεύεται [[κάτι]], [[ειλικρινής]], [[άδολος]] «ἀκαπήλευτον [[ἦθος]]» (Συνέσιος), «ἀκαπήλευτον, ἄδολον... ἀρᾳδιούργητον» (Φώτιος)<br /><i>ἀκαπηλεύτως</i> <b>επίρρ.</b> αφιλοκερδώς (Μ. Βασίλειος).
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαπήλευτος Medium diacritics: ἀκαπήλευτος Low diacritics: ακαπήλευτος Capitals: ΑΚΑΠΗΛΕΥΤΟΣ
Transliteration A: akapḗleutos Transliteration B: akapēleutos Transliteration C: akapileftos Beta Code: a)kaph/leutos

English (LSJ)

ον, = sq., Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκᾰπήλευτος: -ον, ἀμέτοχος καπηλικῶν δόλων, εἰλικρινής, Συνέσ. 187D.

Spanish (DGE)

-ον
1 sin engaño, sin fraude Cyr.Al.M.70.53A, Sud.
de pers. sincero Synes.Ep.49.
2 adv. -ως desinteresadamente Basil.M.31.985A.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκαπήλευτος, -ον) καπηλεύω
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης, που δεν τον έχουν καπηλευθεί ανέντιμα
αρχ.-μσν.
1. απαλλαγμένος από αισχροκέρδεια
2. αυτός που δεν καπηλεύεται κάτι, ειλικρινής, άδολος «ἀκαπήλευτον ἦθος» (Συνέσιος), «ἀκαπήλευτον, ἄδολον... ἀρᾳδιούργητον» (Φώτιος)
ἀκαπηλεύτως επίρρ. αφιλοκερδώς (Μ. Βασίλειος).