ἡμίχρηστος: Difference between revisions
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
(6_17) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡμίχρηστος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ [[χρηστός]], Ἀριστ. Πολ. 5. 11. 34. | |lstext='''ἡμίχρηστος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ [[χρηστός]], Ἀριστ. Πολ. 5. 11. 34. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡμίχρηστος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[κατά]] το ήμισυ, εν μέρει [[χρηστός]], εν μέρει [[αγαθός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A half-good, Arist.Pol.1315b9.
German (Pape)
[Seite 1171] halb brauchbar, halb gut, Arist. Pol. 5, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίχρηστος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ χρηστός, Ἀριστ. Πολ. 5. 11. 34.
Greek Monolingual
ἡμίχρηστος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ, εν μέρει χρηστός, εν μέρει αγαθός.