ἡμίχρηστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
(6_17)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμίχρηστος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ [[χρηστός]], Ἀριστ. Πολ. 5. 11. 34.
|lstext='''ἡμίχρηστος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ [[χρηστός]], Ἀριστ. Πολ. 5. 11. 34.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμίχρηστος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[κατά]] το ήμισυ, εν μέρει [[χρηστός]], εν μέρει [[αγαθός]].
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίχρηστος Medium diacritics: ἡμίχρηστος Low diacritics: ημίχρηστος Capitals: ΗΜΙΧΡΗΣΤΟΣ
Transliteration A: hēmíchrēstos Transliteration B: hēmichrēstos Transliteration C: imichristos Beta Code: h(mi/xrhstos

English (LSJ)

ον,

   A half-good, Arist.Pol.1315b9.

German (Pape)

[Seite 1171] halb brauchbar, halb gut, Arist. Pol. 5, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίχρηστος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ χρηστός, Ἀριστ. Πολ. 5. 11. 34.

Greek Monolingual

ἡμίχρηστος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ, εν μέρει χρηστός, εν μέρει αγαθός.