ζανεκέως: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(6_9)
(16)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζᾱνεκέως''': ἢ ζᾱνεκῶς, ἐπίρρ., Αἰολ. ἀντὶ διανεκῶς, ἐπανορθωθὲν ἐν Κορίνν. 9 - ἐφθαρμένον τι [[γλώσσημα]] τοῦ Ἡσυχ. ἀναφέρεται εἰς τοῦτον τὸν τύπον, «[[αἰζηνεκές]], διηνεκές, αἰώνιον».
|lstext='''ζᾱνεκέως''': ἢ ζᾱνεκῶς, ἐπίρρ., Αἰολ. ἀντὶ διανεκῶς, ἐπανορθωθὲν ἐν Κορίνν. 9 - ἐφθαρμένον τι [[γλώσσημα]] τοῦ Ἡσυχ. ἀναφέρεται εἰς τοῦτον τὸν τύπον, «[[αἰζηνεκές]], διηνεκές, αἰώνιον».
}}
{{grml
|mltxt=[[ζανεκέως]] και ζανεκῶς (Α)<br /><b>επίρρ.</b> αιολ. τ. του διηνεκώς, <b>βλ.</b> [[διηνεκής]].
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζᾰνεκέως Medium diacritics: ζανεκέως Low diacritics: ζανεκέως Capitals: ΖΑΝΕΚΕΩΣ
Transliteration A: zanekéōs Transliteration B: zanekeōs Transliteration C: zanekeos Beta Code: zaneke/ws

English (LSJ)

or ζᾰνεκῶς, Adv., Aeol. for διανεκῶς, cj. in Corinn.9; cf. αἰζηνεκές· διηνεκές, αἰώνιον, Hsch. ζανίδες· ἡγεμονίδες, Id.

Greek (Liddell-Scott)

ζᾱνεκέως: ἢ ζᾱνεκῶς, ἐπίρρ., Αἰολ. ἀντὶ διανεκῶς, ἐπανορθωθὲν ἐν Κορίνν. 9 - ἐφθαρμένον τι γλώσσημα τοῦ Ἡσυχ. ἀναφέρεται εἰς τοῦτον τὸν τύπον, «αἰζηνεκές, διηνεκές, αἰώνιον».

Greek Monolingual

ζανεκέως και ζανεκῶς (Α)
επίρρ. αιολ. τ. του διηνεκώς, βλ. διηνεκής.