διαφόρητος: Difference between revisions
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
(big3_11) |
(9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[troceado]] ζέσας σὴν σάρκα διαφόρητον (cj.) ἀμφέξει καλῶς (el caldero) cociendo tu carne troceada, la recibirá con gusto</i> E.<i>Cyc</i>.344.<br /><b class="num">2</b> [[que se deja traspasar]], [[traspasable]] (τὸ σῶμα) διὰ τὴν μάνωσιν τῶν σωμάτων διαφόρητον γίνεται Phlp.<i>in Mete</i>.126.39. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[troceado]] ζέσας σὴν σάρκα διαφόρητον (cj.) ἀμφέξει καλῶς (el caldero) cociendo tu carne troceada, la recibirá con gusto</i> E.<i>Cyc</i>.344.<br /><b class="num">2</b> [[que se deja traspasar]], [[traspasable]] (τὸ σῶμα) διὰ τὴν μάνωσιν τῶν σωμάτων διαφόρητον γίνεται Phlp.<i>in Mete</i>.126.39. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διαφόρητος]], -ον (Α)<br />κομμένος σε κομμάτια, ξεσχισμένος. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A torn in pieces, σάρξ prob. in E. Cyc.344.
Spanish (DGE)
-ον
1 troceado ζέσας σὴν σάρκα διαφόρητον (cj.) ἀμφέξει καλῶς (el caldero) cociendo tu carne troceada, la recibirá con gusto E.Cyc.344.
2 que se deja traspasar, traspasable (τὸ σῶμα) διὰ τὴν μάνωσιν τῶν σωμάτων διαφόρητον γίνεται Phlp.in Mete.126.39.
Greek Monolingual
διαφόρητος, -ον (Α)
κομμένος σε κομμάτια, ξεσχισμένος.