ημίπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(16)
(No difference)

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ον ἡμίπλευρος (Α)
κομμένος σε δύο μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πλευρος < πλευρά (πρβλ. ά-πλευρος, ισό-πλευρος)].