θαρσύς: Difference between revisions

From LSJ

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
(6_6)
(16)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''θαρσύς''': -εῖα, ύ, [[πλήρης]] θάρρους, Φίλων 2. 665, διάφ. γραφ. ἐν Θουκ. 7. 77· ἴδε [[θράσος]].
|lstext='''θαρσύς''': -εῖα, ύ, [[πλήρης]] θάρρους, Φίλων 2. 665, διάφ. γραφ. ἐν Θουκ. 7. 77· ἴδε [[θράσος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θαρσύς]], -εῖα, -ύ (Α)<br />[[τολμηρός]], [[θαρραλέος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[θαρσέως]] και <i>θαρσέα</i> (Μ)<br /><b>1.</b> με [[θάρρος]], θαρραλέα<br /><b>2.</b> υπερβολικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. του [[θρασύς]] (<b>βλ.</b> και [[θαρσύνω]])].
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1187] εῖα, ύ, als v. l. von θρασύς, hier und da, s. dieses.

Greek (Liddell-Scott)

θαρσύς: -εῖα, ύ, πλήρης θάρρους, Φίλων 2. 665, διάφ. γραφ. ἐν Θουκ. 7. 77· ἴδε θράσος.

Greek Monolingual

θαρσύς, -εῖα, -ύ (Α)
τολμηρός, θαρραλέος.
επίρρ...
θαρσέως και θαρσέα (Μ)
1. με θάρρος, θαρραλέα
2. υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του θρασύς (βλ. και θαρσύνω)].