θριαμβευτής: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
(6_19)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θριαμβευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ θριαμβεύων, Σουΐδ.
|lstext='''θριαμβευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ θριαμβεύων, Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. θριαμβεύτρια (ΑΜ [[θριαμβευτής]], θηλ. -εύτρια) [[θριαμβεύω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που θριάμβευσε, ο [[τροπαιοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στην αρχ. [[Ρώμη]]) ο [[στρατηγός]] που τελεί θρίαμβο.
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρῐαμβευτής Medium diacritics: θριαμβευτής Low diacritics: θριαμβευτής Capitals: ΘΡΙΑΜΒΕΥΤΗΣ
Transliteration A: thriambeutḗs Transliteration B: thriambeutēs Transliteration C: thriamveftis Beta Code: qriambeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who enjoys a triumph, Suid.

German (Pape)

[Seite 1218] ὁ, der Triumphator, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

θριαμβευτής: -οῦ, ὁ, ὁ θριαμβεύων, Σουΐδ.

Greek Monolingual

ο, θηλ. θριαμβεύτρια (ΑΜ θριαμβευτής, θηλ. -εύτρια) θριαμβεύω
νεοελλ.-μσν.
αυτός που θριάμβευσε, ο τροπαιοφόρος
αρχ.
(στην αρχ. Ρώμη) ο στρατηγός που τελεί θρίαμβο.