θυρσοειδής: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
(6_7)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θυρσοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] θύρσῳ, Διοσκ. 3. 19.
|lstext='''θυρσοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] θύρσῳ, Διοσκ. 3. 19.
}}
{{grml
|mltxt=[[θυρσοειδής]], -ές (Α)<br />όμοιος με θύρσο, αυτός που έχει [[σχήμα]] ή [[μορφή]] θύρσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρσος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]])].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυρσοειδής Medium diacritics: θυρσοειδής Low diacritics: θυρσοειδής Capitals: ΘΥΡΣΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: thyrsoeidḗs Transliteration B: thyrsoeidēs Transliteration C: thyrsoeidis Beta Code: qursoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A thyrsus-like, Dsc.3.17.

German (Pape)

[Seite 1227] ές, thyrsusartig, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

θυρσοειδής: -ές, ὅμοιος θύρσῳ, Διοσκ. 3. 19.

Greek Monolingual

θυρσοειδής, -ές (Α)
όμοιος με θύρσο, αυτός που έχει σχήμα ή μορφή θύρσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -ειδής (< είδος)].