θεραποντίς: Difference between revisions
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ίδος<br /><i>adj. f.</i><br />de serviteur, de servante.<br />'''Étymologie:''' [[θεράπων]]. | |btext=ίδος<br /><i>adj. f.</i><br />de serviteur, de servante.<br />'''Étymologie:''' [[θεράπων]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θεραποντίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />αυτή που ανήκει σε [[θεράπαινα]] («θεραποντίδα φερνήν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υστερογενές θηλ. του [[θεράπων]], -<i>οντος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A of a waiting-maid, θ. φερνή A.Supp. 979 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1200] ίδος, ἡ, die Magd betreffend, der Magd, φέρνη Aesch. Suppl. 957.
Greek (Liddell-Scott)
θερᾰποντίς: -ίδος, ἡ, ἀνήκουσα εἰς θεράπαιναν, θ. φερνὴ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 979.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
de serviteur, de servante.
Étymologie: θεράπων.
Greek Monolingual
θεραποντίς, -ίδος, ἡ (Α)
αυτή που ανήκει σε θεράπαινα («θεραποντίδα φερνήν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενές θηλ. του θεράπων, -οντος].