ἱππελάτης: Difference between revisions
From LSJ
πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care
(6_4) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱππελάτης''': ᾰ, ου, ὁ, ὁ ἐλαύνων ἢ ἱππεύων ἵππους, Ὀππ. Κυν. 1. 95. | |lstext='''ἱππελάτης''': ᾰ, ου, ὁ, ὁ ἐλαύνων ἢ ἱππεύων ἵππους, Ὀππ. Κυν. 1. 95. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱππελάτης]], ό, θηλ. ίππελάτειρα (Α)<br />αυτός που οδηγεί ή ιππεύει ίππους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ελάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ον</i>-[[ελάτης]], <i>ταυρ</i>-[[ελάτης]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ,
A driver or rider of horses, Opp.C.1.95.
German (Pape)
[Seite 1258] ὁ, Rossetreiber, Reiter, Opp. C. 1, 95. S. ἱππηλάτης.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππελάτης: ᾰ, ου, ὁ, ὁ ἐλαύνων ἢ ἱππεύων ἵππους, Ὀππ. Κυν. 1. 95.
Greek Monolingual
ἱππελάτης, ό, θηλ. ίππελάτειρα (Α)
αυτός που οδηγεί ή ιππεύει ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -ελάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ον-ελάτης, ταυρ-ελάτης].