θεοφάντωρ: Difference between revisions
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
(6_19) |
(17) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεοφάντωρ''': -ορος, ὁ, ὁ ἀποκαλύπτων τὸν θεόν, [[ἱερεύς]], [[θεολόγος]], Σουΐδ. ἐν λ. [[Διονύσιος]]˙ - ὡς ἐπίθ., θεοφάντορες ὕμνοι Ἐπιγρ. ἐν Jac. Ἀνθ. σ. 18. | |lstext='''θεοφάντωρ''': -ορος, ὁ, ὁ ἀποκαλύπτων τὸν θεόν, [[ἱερεύς]], [[θεολόγος]], Σουΐδ. ἐν λ. [[Διονύσιος]]˙ - ὡς ἐπίθ., θεοφάντορες ὕμνοι Ἐπιγρ. ἐν Jac. Ἀνθ. σ. 18. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θεοφάντωρ]], ὁ (Μ)<br />αυτός που αποκαλύπτει τον θεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φάντωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εκ</i>-[[φάντωρ]], <i>ουρανο</i>-[[φάντωρ]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A a revealer of God, a priest, Suid. s.v. Διονύσιος ὁ Ἀρεωπαγίτης.
Greek (Liddell-Scott)
θεοφάντωρ: -ορος, ὁ, ὁ ἀποκαλύπτων τὸν θεόν, ἱερεύς, θεολόγος, Σουΐδ. ἐν λ. Διονύσιος˙ - ὡς ἐπίθ., θεοφάντορες ὕμνοι Ἐπιγρ. ἐν Jac. Ἀνθ. σ. 18.
Greek Monolingual
θεοφάντωρ, ὁ (Μ)
αυτός που αποκαλύπτει τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -φάντωρ (< φαίνω), πρβλ. εκ-φάντωρ, ουρανο-φάντωρ].