θεοφάντωρ

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεοφάντωρ Medium diacritics: θεοφάντωρ Low diacritics: θεοφάντωρ Capitals: ΘΕΟΦΑΝΤΩΡ
Transliteration A: theophántōr Transliteration B: theophantōr Transliteration C: theofantor Beta Code: qeofa/ntwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, a revealer of God, a priest, Suid. s.v. Διονύσιος ὁ Ἀρεωπαγίτης.

Greek (Liddell-Scott)

θεοφάντωρ: -ορος, ὁ, ὁ ἀποκαλύπτων τὸν θεόν, ἱερεύς, θεολόγος, Σουΐδ. ἐν λ. Διονύσιος· - ὡς ἐπίθ., θεοφάντορες ὕμνοι Ἐπιγρ. ἐν Jac. Ἀνθ. σ. 18.

Greek Monolingual

θεοφάντωρ, ὁ (Μ)
αυτός που αποκαλύπτει τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -φάντωρ (< φαίνω), πρβλ. εκφάντωρ, ουρανοφάντωρ].