θρονοποιός: Difference between revisions
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
(6_17) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θρονοποιός''': -όν, κατασκευάζων θρόνους ἢ καθίσματα, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 182. | |lstext='''θρονοποιός''': -όν, κατασκευάζων θρόνους ἢ καθίσματα, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 182. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θρονοποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει καθίσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρόνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
όν,
A making thrones or seats, Poll.7.182.
German (Pape)
[Seite 1220] ὁ, Sesselverfertiger, Poll. 7, 182.
Greek (Liddell-Scott)
θρονοποιός: -όν, κατασκευάζων θρόνους ἢ καθίσματα, Πολυδ. Ζ΄, 182.
Greek Monolingual
θρονοποιός, -όν (Α)
αυτός που κατασκευάζει καθίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρόνος + -ποιός (< ποιώ)].