διωχής: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
(big3_12)
(9)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές [[de dos plazas]] δίφροι Pherecr.3, cf. Paus.Gr.δ 21.
|dgtxt=-ές [[de dos plazas]] δίφροι Pherecr.3, cf. Paus.Gr.δ 21.
}}
{{grml
|mltxt=[[διωχής]], -ές (Α)<br />(για [[άμαξα]]) αυτός που χωρά δύο άτομα.
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐωχής Medium diacritics: διωχής Low diacritics: διωχής Capitals: ΔΙΩΧΗΣ
Transliteration A: diōchḗs Transliteration B: diōchēs Transliteration C: diochis Beta Code: diwxh/s

English (LSJ)

ές, (ἔχω)

   A that will hold two, δίφρος Pherecr.3, Paus.Gr.Fr. 132.

Greek (Liddell-Scott)

διωχής: -ές, (ἔχω) ὁ χωρῶν δύο ἀνθρώπους, «ὁ δύο φέρειν δυνάμενος», δίφρος Φερεκρ. Ἀγαθ. 3, Παυσ. παρ’ Εὐστ. 883. 12, ἔνθα κακῶς διόχης, πρβλ. Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 552.

Spanish (DGE)

-ές de dos plazas δίφροι Pherecr.3, cf. Paus.Gr.δ 21.

Greek Monolingual

διωχής, -ές (Α)
(για άμαξα) αυτός που χωρά δύο άτομα.