καλεστής: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(6_19)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλεστής''': -οῦ, ὁ, πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξεως [[κλητήρ]], Σχόλ. εἰς Αἰσχυλ. Θήβ. 574· - καλεστός, ή, όν, [[ἀντί]] [[κλητός]], Γλωσσ.
|lstext='''καλεστής''': -οῦ, ὁ, πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξεως [[κλητήρ]], Σχόλ. εἰς Αἰσχυλ. Θήβ. 574· - καλεστός, ή, όν, [[ἀντί]] [[κλητός]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[καλεστής]]) [[καλώ]]<br />αυτός που προσκαλεί σε [[γιορτή]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προσφέρει τα φαγητά στους καλεσμένους, [[αμφιτρύωνας]].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλεστής Medium diacritics: καλεστής Low diacritics: καλεστής Capitals: ΚΑΛΕΣΤΗΣ
Transliteration A: kalestḗs Transliteration B: kalestēs Transliteration C: kalestis Beta Code: kalesth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A gloss on κλητήρ, Sch.rec.A.Th.574: κᾰλεστός, ή, όν, = κλητός, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1307] ὁ, Erkl. von κλητήρ, Schol. Aesch. Spt. 580.

Greek (Liddell-Scott)

καλεστής: -οῦ, ὁ, πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξεως κλητήρ, Σχόλ. εἰς Αἰσχυλ. Θήβ. 574· - καλεστός, ή, όν, ἀντί κλητός, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (Α καλεστής) καλώ
αυτός που προσκαλεί σε γιορτή
αρχ.
αυτός που προσφέρει τα φαγητά στους καλεσμένους, αμφιτρύωνας.