ἰσαίομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν → thou shalt never make the crab walk straight

Source
(6_20)
(18)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσαίομαι''': ποιητ. ἀντὶ ἰσάζομαι, [[ὁμοιάζω]], ἰσαιομένην... νάρδῳ Νικ. Ἀλεξιφ. 399, Ἀποσπ. 2. 56, Ἄρατ. 235. 513.
|lstext='''ἰσαίομαι''': ποιητ. ἀντὶ ἰσάζομαι, [[ὁμοιάζω]], ἰσαιομένην... νάρδῳ Νικ. Ἀλεξιφ. 399, Ἀποσπ. 2. 56, Ἄρατ. 235. 513.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσαίομαι]] (Α) [[ίσος]]<br />(μτγν. ποιητ. τ. του ισάζομαι)<br /><b>1.</b> [[ομοιάζω]]<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[ίσος]]<br /><b>3.</b> (το ενεργ.) [[ἰσαίω]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἰσοῑ, ἰσάζει».
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσαίομαι Medium diacritics: ἰσαίομαι Low diacritics: ισαίομαι Capitals: ΙΣΑΙΟΜΑΙ
Transliteration A: isaíomai Transliteration B: isaiomai Transliteration C: isaiomai Beta Code: i)sai/omai

English (LSJ)

poet. for ἰσάζομαι,

   A resemble, Nic.Al.399, Fr.74.56; to be made equal, Arat.235, 513:—Act., ἰσαίω is implied in ἰσήι (Boeot. for ἰσαίει) · ἰσοῖ, ἰσάζει, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσαίομαι: ποιητ. ἀντὶ ἰσάζομαι, ὁμοιάζω, ἰσαιομένην... νάρδῳ Νικ. Ἀλεξιφ. 399, Ἀποσπ. 2. 56, Ἄρατ. 235. 513.

Greek Monolingual

ἰσαίομαι (Α) ίσος
(μτγν. ποιητ. τ. του ισάζομαι)
1. ομοιάζω
2. γίνομαι ίσος
3. (το ενεργ.) ἰσαίω
(κατά τον Ησύχ.) «ἰσοῑ, ἰσάζει».