Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
(18) |
(No difference)
|
ἰσχαδοκάρυον, τὸ (Α)
επιδόρπιο από μίγμα ξηρών σύκων με καρύδι ή αμύγδαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς -άδος + -κάρυον < κάρυον «καρύδι»), πρβλ. λεπτο-κάρυον, μοσχο-κάρυον.