ἱστόρημα: Difference between revisions
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(6_21) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱστόρημα''': τό, [[ὑπόθεσις]] πρὸς ἐξετάσιν, [[ἐρώτημα]], Ἀνακρεόντ. 4. 9. ΙΙ. [[διήγησις]], [[διήγημα]], Διον. Ἁλ. 2. 61. | |lstext='''ἱστόρημα''': τό, [[ὑπόθεσις]] πρὸς ἐξετάσιν, [[ἐρώτημα]], Ἀνακρεόντ. 4. 9. ΙΙ. [[διήγησις]], [[διήγημα]], Διον. Ἁλ. 2. 61. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[ἱστόρημα]]) [[ιστορώ]]<br />[[διήγηση]], εξιστόρηση<br /><b>αρχ.</b><br />[[θέμα]] για [[εξέταση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A narrative, tale, φευκτὸν ἱ. Anacreont.4.9; μυθικὰ ἱ. D.H.2.61, cf. Plu.Per.1: pl., μαθήματα καὶ ἱ. Aristid.Or.46(3).28.
German (Pape)
[Seite 1271] τό, das Angeschau'te, Anacr. 4, 6, ein Bildniß. – Das Erzählte, die Erzählung, D. Hal. 2, 61 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἱστόρημα: τό, ὑπόθεσις πρὸς ἐξετάσιν, ἐρώτημα, Ἀνακρεόντ. 4. 9. ΙΙ. διήγησις, διήγημα, Διον. Ἁλ. 2. 61.
Greek Monolingual
το (Α ἱστόρημα) ιστορώ
διήγηση, εξιστόρηση
αρχ.
θέμα για εξέταση.