καλλίθυτος: Difference between revisions
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
(6_17) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καλλίθῠτος''': -ον, ὁ εὐοιώνως θυσιασθείς, αἶγες Ἑλλ. Ἐπιγρ. 872. | |lstext='''καλλίθῠτος''': -ον, ὁ εὐοιώνως θυσιασθείς, αἶγες Ἑλλ. Ἐπιγρ. 872. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καλλίθυτος]], -ον (Α)<br />αυτός που θυσιάστηκε με καλούς οιωνούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θύω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> [[κακό]]-<i>θυτος</i>, <i>πρωτό</i>-<i>θυτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A offered auspiciously, αἶγες Epigr.Gr.872 (Patmos).
German (Pape)
[Seite 1309] glücklich geopfert; βωμός, Altar, auf dem schöne Opfer dargebracht werden.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίθῠτος: -ον, ὁ εὐοιώνως θυσιασθείς, αἶγες Ἑλλ. Ἐπιγρ. 872.
Greek Monolingual
καλλίθυτος, -ον (Α)
αυτός που θυσιάστηκε με καλούς οιωνούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -θυτος (< θύω), πρβλ. κακό-θυτος, πρωτό-θυτος].