Ἱππομέδων: Difference between revisions
From LSJ
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
(6_19) |
(18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ἱππομέδων''': -οντος, ὁ, ἡγεμὼν ἵππων, ἱππικοῦ, ὡς κύριον [[ὄνομα]], Αἰσχύλ., κλ. Ἐν Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβ. 488, [[μετὰ]] τῆς β΄ συλλαβῆς μακρᾶς ὡς εἰ ἦν, Ἱππομμέδοντος, πρβλ. [[Παρθενοπαῖος]]. | |lstext='''Ἱππομέδων''': -οντος, ὁ, ἡγεμὼν ἵππων, ἱππικοῦ, ὡς κύριον [[ὄνομα]], Αἰσχύλ., κλ. Ἐν Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβ. 488, [[μετὰ]] τῆς β΄ συλλαβῆς μακρᾶς ὡς εἰ ἦν, Ἱππομμέδοντος, πρβλ. [[Παρθενοπαῖος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[Ἱππομέδων]], ὁ (Α)<br /><b>ως κύριο όν.</b> [[ηγεμόνας]], [[αρχηγός]] ιππικού («Ἱππομέδοντος [[σχῆμα]] καὶ [[μέγας]] [[τύπος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππο</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[μέδων]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέδω]] «[[κυβερνώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>Αυτο</i>-[[μέδων]], <i>Λαο</i>-[[μέδων]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
οντος, ὁ,
A horse-ruler, as a pr. n., A., etc. [In Th.488, with the 2nd syll. long, metri gr.]
Greek (Liddell-Scott)
Ἱππομέδων: -οντος, ὁ, ἡγεμὼν ἵππων, ἱππικοῦ, ὡς κύριον ὄνομα, Αἰσχύλ., κλ. Ἐν Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβ. 488, μετὰ τῆς β΄ συλλαβῆς μακρᾶς ὡς εἰ ἦν, Ἱππομμέδοντος, πρβλ. Παρθενοπαῖος.
Greek Monolingual
Ἱππομέδων, ὁ (Α)
ως κύριο όν. ηγεμόνας, αρχηγός ιππικού («Ἱππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύπος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππο(ο)- + -μέδων (< μέδω «κυβερνώ»), πρβλ. Αυτο-μέδων, Λαο-μέδων].