καινοπηγής: Difference between revisions
From LSJ
ἡ δίκη χειροῖ τῆς ἀδικίας → Justice subdues injustice (?)
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />nouvellement fabriqué.<br />'''Étymologie:''' [[καινός]], [[πήγνυμι]]. | |btext=ής, ές :<br />nouvellement fabriqué.<br />'''Étymologie:''' [[καινός]], [[πήγνυμι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καινοπηγής]], -ές (Α)<br />ο πρόσφατα κατασκευασμένος, [[καινούργιος]] («ἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔθετον [[σάκος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πηγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] «[[δημιουργώ]], [[κατασκευάζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ναυ</i>-<i>πηγής</i>, <i>νεο</i>-<i>πηγής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A newly put together, new-made, A.Th.642.
German (Pape)
[Seite 1294] ές, neu gefügt, gemacht, σάκος Aesch. Spt. 624.
Greek (Liddell-Scott)
καινοπηγής: -ές, νεωστὶ συμπαγείς, κατασκευασθείς, Αἰσχύλ. Θήβ. 642.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
nouvellement fabriqué.
Étymologie: καινός, πήγνυμι.
Greek Monolingual
καινοπηγής, -ές (Α)
ο πρόσφατα κατασκευασμένος, καινούργιος («ἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔθετον σάκος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -πηγής (< πήγνυμι «δημιουργώ, κατασκευάζω»), πρβλ. ναυ-πηγής, νεο-πηγής].