ιστιούχος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source
(18)
(No difference)

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο
ναυτ. σχοινί τεντωμένο κατά μήκος του ιστού πάνω στο οποίο προσδένεται στο ιστίο, κν. βαρδαβέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -οῦχος (< ἔχω), πρβλ. ευν-ούχος, κλειδ-ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].