κακοπαθητικός: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
(6_10)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κακοπαθητικός''': -ή, -όν, [[ἄθλιος]], [[ἐλεεινός]], [[δυστυχής]], Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 8.
|lstext='''κακοπαθητικός''': -ή, -όν, [[ἄθλιος]], [[ἐλεεινός]], [[δυστυχής]], Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 8.
}}
{{grml
|mltxt=[[κακοπαθητικός]], -ή, -όν (Α) [[κακοπαθώ]]<br />[[δυστυχής]], [[άθλιος]], [[κακόμοιρος]].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοπαθητικός Medium diacritics: κακοπαθητικός Low diacritics: κακοπαθητικός Capitals: ΚΑΚΟΠΑΘΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kakopathētikós Transliteration B: kakopathētikos Transliteration C: kakopathitikos Beta Code: kakopaqhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A miserable, Arist.EE 1221a31.

German (Pape)

[Seite 1301] ή, όν, dass., Arist. Eth. Eud. 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

κακοπαθητικός: -ή, -όν, ἄθλιος, ἐλεεινός, δυστυχής, Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 8.

Greek Monolingual

κακοπαθητικός, -ή, -όν (Α) κακοπαθώ
δυστυχής, άθλιος, κακόμοιρος.