κακοπαθητικός: Difference between revisions
From LSJ
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
(6_10) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κακοπαθητικός''': -ή, -όν, [[ἄθλιος]], [[ἐλεεινός]], [[δυστυχής]], Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 8. | |lstext='''κακοπαθητικός''': -ή, -όν, [[ἄθλιος]], [[ἐλεεινός]], [[δυστυχής]], Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κακοπαθητικός]], -ή, -όν (Α) [[κακοπαθώ]]<br />[[δυστυχής]], [[άθλιος]], [[κακόμοιρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A miserable, Arist.EE 1221a31.
German (Pape)
[Seite 1301] ή, όν, dass., Arist. Eth. Eud. 2, 3.
Greek (Liddell-Scott)
κακοπαθητικός: -ή, -όν, ἄθλιος, ἐλεεινός, δυστυχής, Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 8.
Greek Monolingual
κακοπαθητικός, -ή, -όν (Α) κακοπαθώ
δυστυχής, άθλιος, κακόμοιρος.