ἴσανδρος: Difference between revisions

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
(6_15)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἴσανδρος''': -ον, (ἀνὴρ) [[ἴσος]] ἀνδρί, [[ὅμοιος]] πρὸς ἄνδρα, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀντιάνειραι.
|lstext='''ἴσανδρος''': -ον, (ἀνὴρ) [[ἴσος]] ἀνδρί, [[ὅμοιος]] πρὸς ἄνδρα, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀντιάνειραι.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἴσανδρος]], -ον (Α)<br />[[ίσος]] ή όμοιος με άνδρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ανδρός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]], <i>ἀνδρός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αύτ</i>-<i>ανδρος</i>, <i>πολύ</i>-<i>ανδρος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴσανδρος Medium diacritics: ἴσανδρος Low diacritics: ίσανδρος Capitals: ΙΣΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: ísandros Transliteration B: isandros Transliteration C: isandros Beta Code: i)/sandros

English (LSJ)

ον, (ἀνήρ)

   A like a man, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1263] manngleich, Erkl. von ἀντιάνειρα, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἴσανδρος: -ον, (ἀνὴρ) ἴσος ἀνδρί, ὅμοιος πρὸς ἄνδρα, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀντιάνειραι.

Greek Monolingual

ἴσανδρος, -ον (Α)
ίσος ή όμοιος με άνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ανδρός (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. αύτ-ανδρος, πολύ-ανδρος].