καινούργημα: Difference between revisions

From LSJ
(a)
 
(18)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1295.png Seite 1295]] τό, Neuerung, Aenderung.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1295.png Seite 1295]] τό, Neuerung, Aenderung.
}}
{{ls
|lstext='''καινούργημα''': τό, [[καινοτόμημα]], [[νεωτερισμός]], Μεταγεν.
}}
{{grml
|mltxt=[[καινούργημα]], τὸ (AM) [[καινουργώ]]<br />[[νεωτερισμός]], [[καινοτόμημα]], [[καινοτομία]].
}}
}}

Latest revision as of 06:37, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1295] τό, Neuerung, Aenderung.

Greek (Liddell-Scott)

καινούργημα: τό, καινοτόμημα, νεωτερισμός, Μεταγεν.

Greek Monolingual

καινούργημα, τὸ (AM) καινουργώ
νεωτερισμός, καινοτόμημα, καινοτομία.