κακόρρους: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ὅσον αὐτοῦὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted

Source
(18)
(No difference)

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Greek Monolingual

κακόρρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
(για ασθένεια) αυτός που προξενεί ενοχλητική ή βλαβερή ροή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ρρους (< ῥοῡς < ῥέω), πρβλ. βαθύ-ρρους, πολύ-ρρους].