κάλανδρος: Difference between revisions
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein
(b) |
(18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1307.png Seite 1307]] ὁ, dasselbe, Opp. Ix. 3, 15. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1307.png Seite 1307]] ὁ, dasselbe, Opp. Ix. 3, 15. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[κάλανδρος]])<br />[[είδος]] κορυδαλλού, [[καλάνδρα]], [[γαλιάντρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται [[μάλλον]] για λ. προελληνικής προελεύσεως που εμφανίζει την κατάλ. -<i>νδρος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κορία</i> -<i>νδρος</i>, <i>μαίαν</i>-<i>νδρος</i>). Η λ. [[κάλανδρος]] που εξελίχθηκε στο νεοελλ. [[γαλιάντρα]], μαρτυρείται και ως [[δάνειο]] στη λατ. με τη [[μορφή]] <i>calandra</i> (<b>[[πρβλ]].</b> ιταλ. <i>calandra</i>, γαλλ. <i>calandre</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, a kind of
A lark, Dionys.Av.3.15.
German (Pape)
[Seite 1307] ὁ, dasselbe, Opp. Ix. 3, 15.
Greek Monolingual
ο (Α κάλανδρος)
είδος κορυδαλλού, καλάνδρα, γαλιάντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για λ. προελληνικής προελεύσεως που εμφανίζει την κατάλ. -νδρος (πρβλ. κορία -νδρος, μαίαν-νδρος). Η λ. κάλανδρος που εξελίχθηκε στο νεοελλ. γαλιάντρα, μαρτυρείται και ως δάνειο στη λατ. με τη μορφή calandra (πρβλ. ιταλ. calandra, γαλλ. calandre)].