ἐπίκλιντρον: Difference between revisions

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
(6_21)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίκλιντρον''': τό, ἀνάκλιντρον, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 907, Ἀποσπ. 145· ― «τὸ δὲ καλούμενον ἀνάκλιντρον, [[ἐπίκλιντρον]] Ἀριστοφάνης ἔφη» [[Πολυδ]]. ϛʹ, 9· κατὰ Φρύνιχ. (σ. 130) «[[ἐπίκλιντρον]] [[ῥητέον]], οὐκ ἀνάκλιντρον», ἴδε σημ. Λοβεκκίου [[αὐτόθι]] σ. 132.
|lstext='''ἐπίκλιντρον''': τό, ἀνάκλιντρον, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 907, Ἀποσπ. 145· ― «τὸ δὲ καλούμενον ἀνάκλιντρον, [[ἐπίκλιντρον]] Ἀριστοφάνης ἔφη» [[Πολυδ]]. ϛʹ, 9· κατὰ Φρύνιχ. (σ. 130) «[[ἐπίκλιντρον]] [[ῥητέον]], οὐκ ἀνάκλιντρον», ἴδε σημ. Λοβεκκίου [[αὐτόθι]] σ. 132.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπίκλιντρον]], τὸ (Α) [[επικλίνω]]<br /><b>1.</b> [[ανάκλιντρο]], [[είδος]] καθίσματος με στηρίγματα στο οποίο μπορεί [[κανείς]] να ξαπλώσει<br /><b>2.</b> [[κάθισμα]] με όρθια [[πλάτη]]<br /><b>3.</b> η [[πλάτη]] του καθίσματος, το [[ερεισίνωτο]].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίκλιντρον Medium diacritics: ἐπίκλιντρον Low diacritics: επίκλιντρον Capitals: ΕΠΙΚΛΙΝΤΡΟΝ
Transliteration A: epíklintron Transliteration B: epiklintron Transliteration C: epiklintron Beta Code: e)pi/klintron

English (LSJ)

τό,

   A couch, arm-chair, Ar.Ec.907 (lyr.), Fr.44, IG22.1541.26 (iv B.C.); but, straight-backed chair, Gal.18(1).344.    II. back of a couch or chair, IG11 (2).144 A 66, B 8 (Delos, iv B.C.), Gp.13.14.9.

German (Pape)

[Seite 950] τό, zum Anlehnen, Boden- od. Rücklehne der Bettstelle, Ar. Eccl. 907; nach Phryn. 130 attisch für ἀνάκλιντρον; vgl. auch Poll. 6, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκλιντρον: τό, ἀνάκλιντρον, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 907, Ἀποσπ. 145· ― «τὸ δὲ καλούμενον ἀνάκλιντρον, ἐπίκλιντρον Ἀριστοφάνης ἔφη» Πολυδ. ϛʹ, 9· κατὰ Φρύνιχ. (σ. 130) «ἐπίκλιντρον ῥητέον, οὐκ ἀνάκλιντρον», ἴδε σημ. Λοβεκκίου αὐτόθι σ. 132.

Greek Monolingual

ἐπίκλιντρον, τὸ (Α) επικλίνω
1. ανάκλιντρο, είδος καθίσματος με στηρίγματα στο οποίο μπορεί κανείς να ξαπλώσει
2. κάθισμα με όρθια πλάτη
3. η πλάτη του καθίσματος, το ερεισίνωτο.