θρομβώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />rempli de grumeaux, en grumeaux.<br />'''Étymologie:''' [[θρόμβος]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />rempli de grumeaux, en grumeaux.<br />'''Étymologie:''' [[θρόμβος]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[θρομβώδης]], -ες) [[θρόμβος]]<br />αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] θρόμβους, που έχει πήξει σε θρόμβους<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αποτελείται από μεγάλες σταγόνες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θρομβωδώς</i><br />με θρομβώδη τρόπο.
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρομβώδης Medium diacritics: θρομβώδης Low diacritics: θρομβώδης Capitals: ΘΡΟΜΒΩΔΗΣ
Transliteration A: thrombṓdēs Transliteration B: thrombōdēs Transliteration C: thromvodis Beta Code: qrombw/dhs

English (LSJ)

ες,=

   A θρομβοειδής, οὖρα Hp.Aph.4.69; ἀφροί S.Tr.702; σπέρματα Arist.HA582a31.

German (Pape)

[Seite 1219] ες, zu Klumpen geronnen; ἀφροί Soph. Tr. 699; σπέρματα Arist. H. A. 7, 1; Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

θρομβώδης: -ες, θρομβοειδὴς, Ἱππ. Ἀφ. 1252 (ἐπὶ οὔρων) Σοφ. Τρ. 702, Ἀριστ. Ι. Ζ. 7. 1, 19.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
rempli de grumeaux, en grumeaux.
Étymologie: θρόμβος, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (Α θρομβώδης, -ες) θρόμβος
αυτός που είναι γεμάτος θρόμβους, που έχει πήξει σε θρόμβους
νεοελλ.
αυτός που αποτελείται από μεγάλες σταγόνες.
επίρρ...
θρομβωδώς
με θρομβώδη τρόπο.