καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)
ο (Μ κατακέφαλος, ὁ)νεοελλ.κατακεφαλιάμσν.αυτός που έχει γείρει το κεφάλι προς τα κάτω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. εγ-κέφαλος, προ-κέφαλος.