καταμέτρημα: Difference between revisions

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
(6_21)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταμέτρημα''': τό, = τῷ ἑπομ., Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 59.
|lstext='''καταμέτρημα''': τό, = τῷ ἑπομ., Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 59.
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[καταμέτρημα]]) [[καταμετρώ]]<br />[[καταμέτρηση]].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμέτρημα Medium diacritics: καταμέτρημα Low diacritics: καταμέτρημα Capitals: ΚΑΤΑΜΕΤΡΗΜΑ
Transliteration A: katamétrēma Transliteration B: katametrēma Transliteration C: katametrima Beta Code: katame/trhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A unit of measurement, Epicur.Ep.1p.17U.

German (Pape)

[Seite 1363] τό, das Vermessene, die Vermessung, Epicur. bei D. L. 10, 59.

Greek (Liddell-Scott)

καταμέτρημα: τό, = τῷ ἑπομ., Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 59.

Greek Monolingual

το (AM καταμέτρημα) καταμετρώ
καταμέτρηση.