καταπιθανεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
(6_5)
(19)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπῐθᾰνεύομαι''': ἀποθ., πιθανὰ [[λέγω]], μεταχειρίζομαι πιθανὰ ἐπιχειρήματα, τὸ κ. ἐκ τῶν εἰκότων ἐπισπᾶσθαι τὴν διάνοιαν εἰς συγκατάθεσιν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 324.
|lstext='''καταπῐθᾰνεύομαι''': ἀποθ., πιθανὰ [[λέγω]], μεταχειρίζομαι πιθανὰ ἐπιχειρήματα, τὸ κ. ἐκ τῶν εἰκότων ἐπισπᾶσθαι τὴν διάνοιαν εἰς συγκατάθεσιν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 324.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταπιθανεύομαι]] (Α)<br /><b>(αποθ.)</b> [[μεταχειρίζομαι]] πιθανά επιχειρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πιθανεύομαι]] (<span style="color: red;"><</span> [[πιθανός]])].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπῐθᾰνεύομαι Medium diacritics: καταπιθανεύομαι Low diacritics: καταπιθανεύομαι Capitals: ΚΑΤΑΠΙΘΑΝΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: katapithaneúomai Transliteration B: katapithaneuomai Transliteration C: katapithaneyomai Beta Code: katapiqaneu/omai

English (LSJ)

   A use probable arguments, S.E.M.8.324.

Greek (Liddell-Scott)

καταπῐθᾰνεύομαι: ἀποθ., πιθανὰ λέγω, μεταχειρίζομαι πιθανὰ ἐπιχειρήματα, τὸ κ. ἐκ τῶν εἰκότων ἐπισπᾶσθαι τὴν διάνοιαν εἰς συγκατάθεσιν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 324.

Greek Monolingual

καταπιθανεύομαι (Α)
(αποθ.) μεταχειρίζομαι πιθανά επιχειρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πιθανεύομαι (< πιθανός)].