εἰσακοή: Difference between revisions
From LSJ
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
(big3_13) |
(10) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br />[[audición]], [[acción de escuchar]]como etim. del n. Συμεών Ph.1.593, cf. Aq.<i>Ge</i>.16.11. | |dgtxt=-ῆς, ἡ<br />[[audición]], [[acción de escuchar]]como etim. del n. Συμεών Ph.1.593, cf. Aq.<i>Ge</i>.16.11. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εἰσακοή]], η (Α)<br />το να ακούει ή να παρακολουθεί [[κάποιος]] με [[προσοχή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A listening, hearkening, Ph.1.593.
German (Pape)
[Seite 740] ἡ, das Anhören, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσακοή: ἡ, τὸ εἰσακούειν, ἀκροᾶσθαι, Συμεὼν ὄνομα μαθήσεως καὶ διδασκαλίας ἐστίν· εἰσακοὴ γὰρ ἑρμηνεύεται Φίλων 1. 593.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
audición, acción de escucharcomo etim. del n. Συμεών Ph.1.593, cf. Aq.Ge.16.11.
Greek Monolingual
εἰσακοή, η (Α)
το να ακούει ή να παρακολουθεί κάποιος με προσοχή.