οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
-έςο όμοιος προς τον ορυκτό αμίαντο.[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αμίαντος + -ειδής < είδος, πρβλ. αγγλ. amiant(h)oid].