αμιαντοειδής: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(3)
(No difference)

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ές
ο όμοιος προς τον ορυκτό αμίαντο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αμίαντος + -ειδής < είδος, πρβλ. αγγλ. amiant(h)oid].